Στον τόπο μας, ο δεσμός του ανθρώπου με το κομπολόι είναι από τους πιο δυνατούς. Ένα κομμάτι λαϊκής παράδοσης, ζωντανής παντού: Το καλοκαίρι στους καφενέδες, κάτω από τον πλάτανο. Το χειμώνα, πλάι στην ξυλόσομπα, στο μπακαλικάκι της πλατείας του χωριού που σερβίρει και τσίπουρο… Το κομπολόι ιστορικά υπήρξε από τη μία σύμβολο γοήτρου κι εξουσίας των προυχόντων και από την άλλη αξεσουάρ των ανθρώπων του υποκόσμου, των ρεμπέτηδων και των χασικλήδων. Κομπολόι κρατούσαν οι μάγκες του υποκόσμου, κομπολόι και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής.
Εικόνες του χτες, εικόνες του σήμερα! Αν πριν μερικές δεκαετίες το κομπολόι το έβλεπαν ίσως ορισμένοι σαν παλιοκαιρίτικο και γεροντίστικο, καταδικασμένο από το νέο φανταχτερό μας life style, δε θα μπορούσαν να έχουν διαψευστεί πιο ηχηρά! Ακατάλυτα διαχρονική, η σχέση του Έλληνα με το κομπολόι, επιβιώνει και δυναμώνει. Το πρώτο μέρος στην Ελλάδα όπου φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν “κομπολόγια” ήταν η μοναστική πλατεία του Άθω. Οι Αγιορίτες καλόγεροι έδεναν σε τακτές αποστάσεις μιας χοντρής κλωστής κόμπους, για να μετρούν τις προσευχές τους. Αυτά τα “κομποσχοίνια” ή “πατερημά” άνοιξαν, λένε, το δρόμο στο ελληνικό κομπολόι.
Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική περίπτωση όπου το προσευχητάρι αποβάλλει την αρχική θρησκευτική του ιδιότητα και μετατρέπεται σε κομπολόι, σε αντικείμενο διασκέδασης, γράφει ο Κώστας Κατσιμπόκης στο “Περί κομβολογίου το Ανάγνωσμα’.
Η μετάλλαξη αυτή έγινε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι της Ελλάδας κρατούσαν το “τεσπίχ”, που το εξελληνίσαμε σε “ντεσπίγι”. Το κομπολόι αυτό ήταν πυκνό, δεν περίσσευε ελεύθερο σχοινάκι για να γλιστράνε και να “παίζονται” οι χάντρες, αφού σκοπός του ήταν μονάχα το μέτρημα των προσευχών. Ήταν δηλαδή μια γιρλάντα με τις χάντρες ακίνητες, που οι Τούρκοι
ωστόσο την κρατούσαν όχι μόνο στις προσευχές τους, αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, στη διασκέδασή τους ή στο ραχάτι τους. Οι Έλληνες υιοθέτησαν τη γιρλάντα με τις χάντρες από τους Τούρκους. Αλλά με πιο “παιχνιδιάρικο” μάτι… Κατά μια άποψη, για να σαρκάσουν με τη μίμιση αυτή τους δυνάστες τους. Κατά μία άλλη, πιο πάραδοξη, για να έχουν τα χέρια του “απασχολημένα” ώστε να μη παρασύρονται να χαιρετούν με χειραψία, που οι Τούρκοι τους την απαγόρευαν.
Στη σκλαβωμένη Στερεά, στην Εύβοια, στο Μοριά, το τεσπίχ του Τούρκου μεταμορφώνεται σε κομπολόι του ραγιά: Με κέφι και εφευρετικότητα, ο Έλληνας αφαιρεί από το σχοινάκι κάμποσες χάντρες, μεγαλώνοντας το κενό ανάμεσα στις υπόλοιπες και δημιουργώντας το ελληνική κομπολόι, που οι χάντρες του κινούνται ελεύθερα: Ένα πλάσμα ζωντανό, που τραγουδάει, αναστενάζει, το χαϊδεύεις κι αποκρίνεται!
Το κομπολόι μαρτυρείται για πρώτη φορά σε εικόνα σε σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο και παρουσιάζει έναν τοπικό άρχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.
Πως και γιατί “ξέπεσε” αργότερα στον τόπο μας το κομπολόι; Τι έφταιξε που περιθωριοποιήθηκε για ένα σχεδόν αιώνα, ίσαμε που τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος; Βασικοί υπεύθυνοι για την κοινωνική του απαξιώση στάθηκαν οι παλιοί κουτσαβάκηδες- άτομα περιθωριακά οι ίδιοι, ταυτισμένοι με κομπολόγια από υλικά εντελώς ευτελή. Ας γυρίσουμε πίσω, με “ξεναγούς” το Τίμο Μωραϊτίνη και τον Δημήτρη Σκουζέ, να τους γνωρίσουμε…
Η επανάσταση είχε τελειώσει. Άπραγοι οι παλιοί καπεταναίοι και αγωνιστές του ’21, όσοι ζούσαν ακόμα. Μαζεύονταν στον κεντρικό καφενέ της πλατείας του Ψυρροί οι Αθηναίοι, για αυτόν ακριβώς το λόγο της είχαν δώσει το όνομα “Πλατεία των Ηρώων”. Διάφοροι ψευτοπαλικαράδες και νταήδες, ίσως επειδή ένιωθαν κι εκείνοι κάπως σαν λαϊκοί ήρωες, έκαναν αργότερα αυτή την πλατεία στέκι τους. “Κουτσαβάκηδες” τους ξέρανε όλοι, γιατί προσπαθούσαν να μοιάσουν σε ύφος και ζοριλίκι σε ένα καυγατζή δεκανέα από τα χρόνια του Όθωνα, το Μήτρο Κουτσαβάκη.
Βλέμμα βλοσυρό, μαλλιά με χωρίστρα στη μέση και αλειμμένα με κανελλόλαδο, μουστάκι στριφτό πασαλειμένο με μαντέκα… Παντελόνι “τζογέ”, σκούρο πάντα, με ρίχα που στένευε στο μπατζάκι. Στιβάλια στενά και μυτερά, με τακουνάκι. Γύρω στη μέση ζωνάρι μάλλινο άσπρο ή κόκκινο, για να χωρούν μέσα τις περίφημες “ισόβιες” ή μαχαίρες που κουβαλούσαν και που συχνά τους έστελναν στη φυλακή. Στο κεφάλι, σταχτιά ρεπούμπλικα με μια φαρδιά κορδέλα πένθους- τη “θλίψη” όπως την έλεγαν.
Φαίνεται, πως το κλίμα άρχισε να αλλάζει μετά τη δεκαετία του ’20. Σύμφωνα με τους απογόνους μιας οικογένειας μικρασιατικής, που ήρθε “από απέναντι” μετά την Καταστροφή, οι πρόσφυγες παππούδες τους ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να φτιάχνουν και να πουλάνε πραγματικά “ελληνικά” κομπολόγια.
Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Κατερίνα Αγραφιώτη, συνάντησε τα εγγόνια τους και της είπαν όσα ήξεραν: Πως μετά το ’22 έφτασες η φαμίλια στην Ελλάδα κι έφτιαξε ένα σπιτάκι στην Κοκκινιά.. Και πως, με ένα μηχάνημα που είχαν φέρει μαζί τους, άρχισαν επαγγελματικά να κατασκευάζουν χάντρες και κομπολόγια. Κι έπειτα, ανοίγοντας ένα μαγαζάκι κοντά στον Πειραιά, ένα από τα πρώτα νεοελληνικά κομπολογάδικα, διέδωσε το περιφρονημένο κομπολόι, συμβάλλοντας στην αποδοχή του από κάθε κοινωνική τάξη.
Σήμερα στην εποχή της ταχύτητας, του ανταγωνισμού, του άγχους και του εκνευρισμού, το κομπολόι καλά κρατεί ακολουθώντας παρόμοια πορεία με το μέχρι πρόσφατα παρεξηγημένο μπουζούκι.
Τόπου Ανάμνησης