Μενού Κλείσιμο

Το Πανηγύρι του Συρράκου: Ζωντανή Παράδοση στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Το πανηγύρι του Συρράκου, ενός από τα πιο γραφικά και ιστορικά βλαχοχώρια της Ηπείρου, αποτελεί μια σπουδαία πολιτιστική εκδήλωση που πλέον αναγνωρίζεται επίσημα και από την Πολιτεία, καθώς έχει ενταχθεί στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Αυτή η αναγνώριση επισφραγίζει τον σημαντικό ρόλο του πανηγυριού στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας της περιοχής και τη μετάδοση της τοπικής παράδοσης από γενιά σε γενιά.

Το παραδοσιακό αυτό πανηγύρι είναι μια κοινωνική τελετουργική πρακτική και ένα μουσικοχορευτικό δρώμενο, που αναγνωρίζεται από όλους τους Συρρακιώτες ως σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Αποτελεί μια ζωντανή και σύγχρονη παράδοση, που συνδέει το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον. Συνδέεται διαχρονικά με το τοπίο, τη φύση και την ιστορία των Συρρακιωτών και αποτελεί μοναδική ευκαιρία ανανέωσης των δεσμών του «ομού ανήκειν» όλης της διασκορπισμένης κοινότητας.

Είναι ταυτισμένο με τον δημόσιο χορό, που οργανώνεται σε δύο ή και περισσότερους ομόκεντρους ανοικτούς κύκλους. Στους εσωτερικούς κύκλους χορεύουν οι γυναίκες και στους εξωτερικούς οι άνδρες. Στην πρώτη θέση χορεύουν όλοι, με τη σειρά που έχουν πιαστεί στον κύκλο, ο καθένας με τον χορό-τραγούδι της επιλογής του, που προέρχεται από αυτό που αναγνωρίζεται ως «συρρακιώτικο» ρεπερτόριο.

Ημερομηνία και Τόπος – Ιστορία και Χαρακτηριστικά

Το πανηγύρι πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου, και αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός του καλοκαιριού για το Συρράκο. Το χωριό, που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 1.200 μέτρων στις πλαγιές των Τζουμέρκων, γεμίζει με ήχους, χρώματα και ζωντάνια, καθώς συρρέουν επισκέπτες και απόδημοι για να συμμετάσχουν στη μεγάλη γιορτή.

Το Συρράκο, μέχρι πρόσφατα ήταν αυτόνομη κοινότητα, ενώ σήμερα ανήκει στον Δήμο Βόρειων Τζουμέρκων του νομού Ιωαννίνων. Το 1975 με απόφαση του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., ανακηρύσσεται «Παραδοσιακός οικισμός, ο οποίος λόγω του αρχιτεκτονικού, χωροταξικού φυσικού κάλλους και του ιστορικού παρελθόντος χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας» (ΦΕΚ Α, 31/3824/182/22.07.75, Υπ. Απόφαση). Στο παρελθόν γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη, λόγω αξιοποίησης των προϊόντων της κτηνοτροφίας και της βιοτεχνίας αλλά και της ανάπτυξης του εμπορίου, φτάνοντας στη μεγαλύτερη ακμή του στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι διαφορετικές επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων συνέβαλαν στη δημιουργία δύο διακριτών κοινωνικών ομάδων, των Ραφτάδων, που ήταν η άρχουσα τάξη του χωριού και ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με το εμπόριο, και των Κτηνοτρόφων. Η δημιουργία εμπορικών ανταλλαγών με διάφορα κέντρα του εξωτερικού, και κυρίως της Ιταλίας (Βενετία, Μάλτα, Παλέρμο, Λιβόρνο κ.ά. [Αυδίκος, 2003], οδήγησαν στην οικονομική ανάπτυξη και την ανάδειξη της ευεργεσίας, στοιχεία που αποτυπώθηκαν και στην οργάνωση του χώρου με τις περίτεχνες πέτρινες κατασκευές και τη φροντίδα για την κάλυψη των κοινοτικών αναγκών (υδραγωγείο, εκκλησίες, σχολείο, πλατεία, βρύσες, αρχοντικά), όπου παρατηρείται τέλειο συνταίριασμα του κτιστού και φυσικού περιβάλλοντος.

Το Συρράκο είναι πατρίδα των γνωστών ποιητών Κώστα Κρυστάλλη και Γεωργίου Ζαλοκώστα, καθώς και του πρώτου κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη.

Το 1821 το Συρράκο συμμετείχε μαζί με τους γειτονικούς Καλαρρύτες στην επανάσταση κατά των Τούρκων, με αποτέλεσμα να καεί σχεδόν ολοσχερώς. Οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν, πολλοί όμως επέστρεψαν αργότερα και έκτισαν εκ νέου τα σπίτια και τις εκκλησίες (Καρατζένης, 1988). Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, για το Συρράκο ξεκινάει μια περίοδος οικονομικής υποβάθμισης και σταδιακά εγκαταλείπεται από τους μόνιμους κατοίκους. Οι Συρρακιώτες εγκαθίσταται σταδιακά στα αστικά κέντρα της Αθήνας, των Ιωαννίνων, της Άρτας και κυρίως της Πρέβεζας, που ήταν ανέκαθεν οι τόποι που ξεχείμαζαν οι κτηνοτρόφοι και δραστηριοποιούνταν εμπορικά, ενώ αρκετοί συνεχίζουν να ανεβαίνουν με τα κοπάδια στο Συρράκο τους καλοκαιρινούς μήνες έως σχεδόν τη δεκαετία του 1970. Στους νέους τόπους εγκατάστασης οι Συρρακιώτες ιδρύουν συλλόγους που τους ονομάζουν Συνδέσμους. Τέτοιοι σύλλογοι λειτουργούν μέχρι σήμερα στην Αθήνα, στα Ιωάννινα, στην Πρέβεζα, στη Φιλιππιάδα και στην Πάτρα, εκδίδουν την εφημερίδα Αντίλαλοι του Συρράκου, ενώ με τις ποικίλες δραστηριότητες που αναπτύσσουν το πολιτισμικό κεφάλαιο της κοινότητας μεταφέρεται στις νέες γενιές.

Από τη δεκαετία του 1990 μια νέα δημιουργική περίοδος ξεκίνησε για το Συρράκο, στηριγμένη στην ανάδειξη της μοναδικής αρχιτεκτονικής του χωριού και στην ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος. Καθοριστική επίδραση στη νέα πορεία του είχε η ανακήρυξή του από το 1975 ως διατηρητέου οικισμού. Αποτέλεσε τον κανόνα, για την αντίσταση όποιων επιχειρούσαν να παρακάμψουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα, δημιουργώντας σταδιακά μια συλλογική αντίληψη για την προστασία της αρχιτεκτονικής και περιβαλλοντικής κληρονομιάς του χωριού. Τα τελευταία χρόνια οι Συρρακιώτες έχουν κτίσει πολλά καινούργια σπίτια, σύμφωνα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, μετατρέποντας σε ένα συμβολικό κεφάλαιο την οικονομική ευμάρεια που έχουν αποκτήσει στους τόπους εγκατάστασης και δείχνοντας την αγάπη τους στον τόπο καταγωγής τους. Το χωριό σήμερα διαθέτει ξενώνες και ταβέρνες και δέχεται επισκέπτες όλη τη διάρκεια του έτους, όχι μόνο Συρρακιώτες από τα αστικά κέντρα της Ηπείρου αλλά και τουρίστες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Στο πλαίσιο του φολκλορισμού και της «επιστροφής στις ρίζες» (Νιτσιάκος, 2004: 40), της νοσταλγίας για το παρελθόν, για το τοπικό και «αυθεντικό», το Συρράκο έγινε τόπος προορισμού των αστών και των απανταχού Συρρακιωτών.

Ο Χαρακτήρας του Πανηγυριού

Το πανηγύρι του Συρράκου δεν είναι απλώς μια ευκαιρία διασκέδασης. Είναι μια βαθιά ριζωμένη πολιτισμική εμπειρία, με έντονα στοιχεία συλλογικότητας, φιλοξενίας και πνευματικότητας. Ξεκινά με τη θεία λειτουργία στον ιστορικό ναό της Παναγίας, και ακολουθεί παραδοσιακό γλέντι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Οι κάτοικοι και οι επισκέπτες συμμετέχουν ενεργά, δημιουργώντας μια αίσθηση κοινότητας και διαχρονικής σύνδεσης.

Παραδοσιακοί Χοροί και Μουσική

Κεντρική θέση στο πανηγύρι έχουν οι παραδοσιακοί χοροί της Ηπείρου, με έμφαση στον συρρακιώτικο χορό, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χωριού. Χοροί όπως το τσάμικο, το σταυρωτό και ο καγκελευτός εκτελούνται με συνοδεία παραδοσιακής κομπανίας με κλαρίνο, λαούτο και βιολί. Οι χοροί δεν είναι απλά διασκέδαση, αλλά λειτουργούν και ως ζωντανή έκφραση της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ο κυκλικός χορός, στον οποίο συμμετέχουν όλοι — ντόπιοι και επισκέπτες, ηλικιωμένοι και νέοι — σε ένα αδιάκοπο «δέσιμο» ανάμεσα στις γενιές. Οι γυναίκες φορούν παραδοσιακές φορεσιές, ενισχύοντας τον εορταστικό και αυθεντικό χαρακτήρα του γεγονότος.

Ο χώρος που διεξάγεται το πανηγύρι είναι το χοροστάσι στην κεντρική πλατεία του Συρράκου με τους δύο, μέχρι πρόσφατα, υπεραιωνόβιους πλατάνους. Στο επάνω διάζωμα βρίσκεται η εκκλησία του πολιούχου του χωριού Αγ. Νικολάου με το ψηλό καμπαναριό, δίπλα το χαγιάτι και πιο πέρα η «Γκούρα» µε τις κεντρικές βρύσες, που είναι και το παλαιότερο κτίσμα του οικισμού. Από κάτω, ένα δεύτερο διάζωμα αυξάνει τον ζωτικό χώρο της πλατείας και επιτρέπει την ανεμπόδιστη παρακολούθηση των εκδηλώσεων στο χοροστάσι. Η σημερινή όψη της πλατείας οριστικοποιήθηκε μετά τις δύο οικιστικές παρεμβάσεις της κοινότητας. Το 1937 κατεδαφίστηκε το κτίριο του δημοτικού σχολείου που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά και το 1998 επεκτάθηκε η πλατεία σε χώρο οικήματος του Συρρακιώτη ευεργέτη Λεωνίδα Πάλλιου (Νταλαούτης, 2005). Στην πλατεία οδηγεί το πλακόστρωτο μονοπάτι με τα δύο λιθόκτιστα γεφύρια, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσε τη μοναδική είσοδο για το κέντρο του χωριού, ενώ από την πλατεία ξεκινούν επίσης όλα τα καλντερίμια που διασχίζουν τον οικισμό.

Πριν δημιουργηθεί το συνεδριακό κέντρο «Κ. Κρυστάλλης» το χοροστάσι ήταν ο χώρος όλων των δημόσιων εορταστικών εκδηλώσεων της κοινότητας. Ειδικά στο πανηγύρι, οι θεατές, παλαιότερα, απλώνονταν στα τρία διαζώματα και διακρίνονταν για τη σοβαρότητα με την οποία παρακολουθούσαν τον χορό. Όπως γλαφυρά περιγράφει ο Αυδίκος «οι άντρες καθισμένοι στο πεζούλι, του Άη Νικόλα, οι γυναίκες κάτω στο διάζωμα, εκεί που το κελάρυσμα του αυλακιού της Γκούρας, συνόδευε τα βιολιά. Και φυσικά όλοι τους είχαν να δουν κάτι ξεχωριστό. Να καμαρώνουν γιους και θυγατέρες, γαμπρούς και νύφες και πάνω απ’ όλα να επισημάνουν διακριτικά τους στόχους των προξενιών» (Αυδίκος, 2005: 89). Σήμερα, το πανηγύρι γίνεται στον ίδιο χώρο, στο χοροστάσι, με τη διαφορά ότι στο κάτω διάζωμα και σε ένα μέρος της πλατείας τοποθετούνται τραπέζια από τις όμορες ταβέρνες, που σερβίρουν ποτά και φαγητά.

Ο τόπος του πανηγυριού, το χοροστάσι, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορική διαδρομή του Συρράκου και παίζει σημαντικό ρόλο στον πολιτισμικό αυτοπροσδιορισμό των Συρρακιωτών. Είναι ο χώρος που φέρει αποτυπωμένη τη διαχρονική σφραγίδα του πολιτισμού της κοινότητας, ο χώρος που έχει μετατραπεί σε τόπο σχεδόν «ιερό» για τους απανταχού διασκορπισμένους σήμερα Συρρακιώτες.
Πανηγύρια στο Συρράκο πραγματοποιούνταν σε όλες τις τοπικές θρησκευτικές γιορτές του καλοκαιριού, όπως των Αγ. Αποστόλων, του Προφήτη Ηλία, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Παλαιότερα, αποτελούσαν ευκαιρία για συνάθροιση όλων των Συρρακιωτών μετά τον δύσκολο χειμώνα στα χειμαδιά ή στην ξενιτιά, για γαμήλιες ανταλλαγές, για σύσφιξη των συγγενικών δεσμών, για διασκέδαση, κ.ά. Όλα πραγματοποιούνταν σύμφωνα με την ίδια τελετουργική πρακτική, το σημαντικότερο όλων όμως ήταν και είναι αυτό που γίνεται της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο.

Τα πανηγύρια στο Συρράκο ακολουθούν το ίδιο τυπικό. Το πρωί γίνεται η λειτουργία στην εκκλησία του αγίου που γιορτάζει, ενώ παλαιότερα ακολουθούσαν οι επισκέψεις στα σπίτια των αντρών που είχαν την ονομαστική τους γιορτή για ανταλλαγή ευχών και το οικογενειακό γεύμα. Η έναρξη του πανηγυριού γινόταν αμέσως μετά και ο κόσμος συγκεντρωνόταν στην κεντρική πλατεία, στο χοροστάσι, για να συμμετάσχει στον δημόσιο χορό ή να παρακολουθήσει από τα διαζώματα και τον περιβάλλοντα χώρο. Σήμερα, η έναρξη γίνεται το βράδυ με το άκουσμα των καθιστικών τραγουδιών από τους οργανοπαίκτες, που με τη βοήθεια των μικροφωνικών μηχανημάτων ακούγονται σε όλο το χωριό. Στο κάτω διάζωμα και σε ένα μέρος της πλατείας τοποθετούνται τραπέζια από τις όμορες ταβέρνες που σερβίρουν ποτά και φαγητά και το επάνω διάζωμα, μπροστά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου, παραμένει ελεύθερο για τους θεατές.

Στο πανηγύρι παλιότερα χόρευαν τα παντρεμένα και νιόπαντρα ζευγάρια, νέοι άντρες και ελεύθερες κοπέλες σε ηλικία γάμου. Όλοι έπρεπε όχι απλά να γνωρίζουν χορό, αλλά για να χορέψουν στην πρώτη θέση, να μπορούν να οδηγούν τον χορό και να συντονίζονται στον διπλό ή τριπλό χορό. Ο καθένας/-μία πιανόταν στο τέλος των κύκλων και χόρευε περιμένοντας να έρθει η σειρά του/της, για να βρεθεί στην κορυφή του χορού. Η τήρηση της σειράς του κύκλου ήταν και είναι αυστηρή και αλλαγή γινόταν και γίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο μεταξύ των γυναικών κατόπιν συνεννόησης, ώστε να βρεθούν στην πρώτη θέση ζευγάρια ή στενοί συγγενείς. Όλοι χόρευαν από δύο χορούς και η διάρκεια κάθε χορού ήταν δύο γύροι της πλατείας, ώστε να υπάρχει ίση αντιμετώπιση από τους οργανοπαίκτες. Οι γυναίκες συμφωνούσαν μεταξύ τους και τον χορό-τραγούδι της επιλογής τους τον παράγγελνε ο άντρας πρωτοχορευτής, που ήταν και αυτός που πλήρωνε και τους μουσικούς. Οι χοροί που συνηθίζονται στο πανηγύρι είναι οι συρτοί –πατητός (συρτός στα τρία) και συρτός στα δύο–, το τσάμικο και οι πεντάσημοι, όπως Γιάνν’ Κώστας, Μπαλατσός, Κάτω στην άσπρη πλάκα, κ.ά., ενώ λίγα είναι τα τραγούδια στη βλάχικη γλώσσα που συνηθίζονται στο πανηγύρι, όπως Βούλ’ μαέρι Βούλ’, (Βούλα μωρ Βούλα) Νου τι αρ’ ντι (μη γελιέσαι), Βίνι ουάρα σι φουτζίμ’ (ήρθε η ώρα να φύγουμε), κ.ά. Η παραγγελιά αφορά τόσο τον κινητικό τύπο του χορού, όσο και το τραγούδι. Και για τα δύο οι Συρρακιώτες είναι πολύ περήφανοι και θεωρούν ότι στα δικά τους πανηγύρια χορεύονται και ακούγονται τα ωραιότερα τραγούδια (Δήμας, 1989· Γκαρτζονίκας, 2005· Γκαρτζονίκα-Κώτσικα, 2008).

Στο πανηγύρι το χορευτικό σχήμα είναι του διπλού, τριπλού και τετραπλού, ορισμένες φορές, ομόκεντρου ανοικτού κύκλου. Στον εξωτερικό κύκλο χορεύουν οι άντρες και στους εσωτερικούς κύκλους οι γυναίκες, που πάντα η συμμετοχή τους στον χορό είναι μεγαλύτερη. Οι χορευτές/-τριες είναι πιασμένοι από τις παλάμες με τα χέρια τεντωμένα προς τα κάτω, λόγω και της πολύωρης συνεχούς παραμονής στον χορό, και όταν φτάνουν στις 3-4 πρώτες θέσεις, λυγίζουν τους αγκώνες. Όλοι εκτελούν τα βασικά κινητικά μοτίβα, εκτός από τους πρώτους κάθε φορά του χορού που μπορούν να αυτοσχεδιάσουν, το συγκεκριμένο όμως σχήμα δεν παρέχει απεριόριστο χώρο για κινητικούς αυτοσχεδιασμούς. Παρατηρώντας τον διπλό ή τριπλό χορό του πανηγυριού διαπιστώνεται ότι οι χορευτές κινούνται ως ένα καλά συντονισμένο σύνολο με μικρά βήματα, καθώς το χορευτικό σχήμα δεν επιτρέπει κινητικές παρεκτροπές. Και είναι η εικόνα αυτή που κάνει τους Συρρακιώτες να αποφαίνονται για την επιτυχία ή μη του πανηγυριού (Δήμας, 1989).

Η μουσική κομπανία που παίζει στο πανηγύρι είναι αυτή που συνηθίζεται σε όλη την Ήπειρο αποτελούμενη από κλαρίνο, βιολί, λαούτο, ντέφι και τραγούδι. Κάποιες περιόδους και ανάλογα με τις αντιστάσεις της κοινότητας συμμετείχαν στο σχήμα κιθάρα και αρμόνιο, τα οποία τελικά δεν επικράτησαν, καθώς οι Συρρακιώτες προτιμούν την παραδοσιακή κομπανία. Το Συρράκο δεν είχε ποτέ δικούς του οργανοπαίκτες, για πολλά όμως χρόνια, πάνω από πενήντα, στο πανηγύρι παίζουν μέλη της οικογένειας των Γεροδημαίων, κάτι που έχει ταυτιστεί με τη «συρρακιώτικη» μουσικοχορευτική παράδοση. Πρόκειται για τους παλαιότερους Κώστα και Μήτσο στο βιολί, Γιώργο στο κλαρίνο και στο τραγούδι, Γιάννη στο λαούτο και στο τραγούδι, Νίκο στο βιολί και στο τραγούδι και σήμερα τον Κώστα στο τραγούδι. Η καταγωγή της οικογένειας των Γεροδημαίων είναι από την Πράμαντα Ιωαννίνων, ενώ εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κηπίνα, όπου και κατοικούν μέχρι σήμερα. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των λαϊκών οργανοπαικτών στην Ήπειρο, οι Γεροδημαίοι δεν είναι Γύφτοι. Ξεκίνησαν να παίζουν στο Συρράκο περίπου το 1950 και μέχρι σήμερα αποτελούν για τους Συρρακιώτες αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής τους «παράδοσης». Όπως υποστηρίζουν οι Συρρακιώτες ο Γεροδήμος μπορεί να «πιάσει» το χρώμα των «δικών μας» τραγουδιών. Ενδεικτικό αυτής της ταύτισης αποτελεί η πληθώρα των διαφόρων εκδόσεων με τραγούδια του Συρράκου από τους Συνδέσμους και οι ανέκδοτες ηχογραφήσεις από γάμους ή πανηγύρια, όπου παρατηρούμε ότι κατά καιρούς αλλάζουν όλοι οι οργανοπαίκτες της κομπανίας, εκτός των τραγουδιστών, που προέρχονται πάντα από την οικογένεια των Γεροδημαίων. Οι τραγουδιστές δεν είναι άλλοι από τον Νίκο, τον Γιάννη και σήμερα τον Κώστα Γεροδήμο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η επιλογή των τραγουδιών του πανηγυριού, καθώς με ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούν κυρίως στα πεντάσημα και ορισμένα τσάμικα, επικρατούν, κατά περιόδους, αυτά που έχουν γίνει γνωστά ευρέως μέσα από ηχογραφήσεις τις προηγούμενες δεκαετίες και μεταδίδονταν κυρίως από τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Όλα παίζονται με πιο αργή ρυθμική αγωγή και «βαριά», ενώ ερμηνεύονται με συγκεκριμένο τρόπο από τους Γεροδημαίους συμβάλλοντας στη δημιουργία αυτού που σήμερα αναγνωρίζεται ως «συρρακιώτικο» μουσικό ύφος. Ο Κώστας Γεροδήμος, έχει πολύ ιδιαίτερη χροιά στη φωνή του, λόγω των πολλών λαρυγγισμών -κάτι που γινόταν, σε μικρότερο βαθμό, και παλαιότερα- χροιά η οποία, σύμφωνα με τους Συρρακιώτες, ταιριάζει άριστα με το μουσικό «ύφος» του Συρράκου. Κάθε νεόφερτο τραγούδι επομένως, για να γίνει αποδεκτό, πρέπει να προσαρμοστεί ερμηνευτικά στον τοπικό τρόπο. Τις τελευταίες σχεδόν δύο δεκαετίες έχει παγιωθεί το μουσικό ρεπερτόριο του πανηγυριού, καθώς οι Συρρακιώτες δείχνουν εμμονή στα παραδεδομένα και δεν επιτρέπουν την ένταξη νέων τραγουδιών, όπως είναι τα «νεοδημοτικά» που τα θεωρούν «γύφτικα» (Ζιώγας κ.ά., 2004)· Ντούλιας, 2009).

Το πανηγύρι ξεκινάει πάντα με καθιστικά τραγούδια. Πρώτα ο κόσμος ήθελε και θέλει να ακούσει ένα ντιμπάντι (καθιστικό) για να μπει στο κλίμα του πανηγυριού και να προετοιμαστεί για τον χορό. Καθιστικά που συνηθίζονται στο Συρράκο είναι: Σε τούτη τάβλα πούμαστε, Θέλτε δένδραμ ν’ ανθίσετε, Παναγιωτούλα, κ.ά.

Οι χοροί του πανηγυριού είναι οι συρτοί  –πατητός (συρτός στα τρία) και συρτός στα δύο-, το τσάμικο και οι πεντάσημοι, που αναγνωρίζονται από όλη την κοινότητα, ως οι καθαυτό συρρακιώτικοι χοροί, όπως: Γιάνν’ Κώστας, Μπαλατσός, Κάτω στην άσπρη πλάκα, Νου τι ρίντι, κ.ά. Ο κάθε πρωτοχορευτής/-τρια χορεύει δύο χορούς. Συνήθως, ο πρώτος χορός είναι από την κατηγορία των πεντάσημων ή τσάμικο και ο δεύτερος συρτός-πατητός ή συρτός στα δύο. Ο συρτός-πατητός χορεύεται με το γνωστό κινητικό μοτίβο του συρτού στα τρία, ενώ τα συρτά, ακόμη και τα καλαματιανά, χορεύονται με το κινητικό μοτίβο των έξι κινήσεων που συνηθίζεται και σε άλλες περιοχές. Τα τραγούδια των συρτών χορών είναι Βούλα, Κιτρολεμονιά, Αυτά τα μάτια Δήμο μ’, Παιδιά της Σαμαρίνας, Μου ’πανε τα γιούλια, Αριστείδης, Το βλέπεις κείνο το βουνό, Δόντια πυκνά, Μηλίτσα, κ.ά. Το τσάμικο, παλαιότερα χορευόταν με 10 κινήσεις, ενώ εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει επικρατήσει ο τύπος των 8 κινήσεων, καθώς έχει εκλείψει η μία τριπλή κίνηση προς τα πίσω. Συνοδεύεται από πολλά τραγούδια, όπως: Για μένα βρέχουν τα βουνά, Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, Βλαχοθανάσης, Ασημόκουπα, Δυο πουλάκια, Απόψε δεν κοιμήθηκα, Αγγέλω, Κώσταμ’ τα χιόνια λιώσανε, Τζουμέρκα μου περήφανα, κ.ά. Η ειδική κατηγορία των πεντάσημων, όπως Γιανν’ Κώστας, Κάτω στην άσπρη πλάκα, Μπαλατσός, , Νου τι αρ’ ντι (μη γελιέσαι), κ.ά. χορεύονται με 12 βήματα. Στον χορευτικό τρόπο των πεντάσημων χορεύονται στο Συρράκο και η Βασιλαρχόντισσα, ο Κωσταντάκης, η Μπολονάσαινα και η Βιργινάδα. Ο Γιανν’ Κώστας, που θεωρείται ο κυρίως συρρακιώτικος χορός έχει και δεύτερο κινητικό μοτίβο, το γνωστό του χορού «μέσα-έξω» ή «κλειδωτού». Αν και αναφέρεται σε ιστορικό πρόσωπο[9], αποδίδεται μόνο οργανικά, καθώς το πιθανότερο είναι ότι οι στίχοι, για διάφορους λόγους, έχουν ξεχαστεί. Στο πανηγύρι συνηθίζονται επίσης και χοροί με διμερή κινητική φόρμα, που εναλλάσσονται από πατητό σε συρτό-καλαματιανό, όπως το Για μια φορά είν’ η λεβεντιά ή από τσάμικο σε συρτό, όπως ο Γιάννης ο Περατιανός (Δήμας, 1989· Γκαρτζονίκας, 2005· Γκαρτζονίκα-Κώτσικα, 2008).

Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στο σύνολό του, ως τελετουργική πρακτική και χορευτικό δρώμενο (χορευτικό σχήμα, χορευτικά μοτίβα, ύφος) αποτέλεσε και αποτελεί σύμβολο ιδιαίτερης ταυτότητας, που συσπειρώνει τους Συρρακιώτες σε μια κοινή αίσθηση και έκφραση του συλλογικού «ανήκειν». Μέσω του πανηγυριού, στον γεμάτο συμβολισμούς χώρο της πλατείας, οι Συρρακιώτες ανανεώνουν την πολιτισμική τους ταυτότητα και εξασφαλίζουν τη συνέχεια της κοινωνικής μνήμης. Η συμμετοχή στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στο Συρράκο θεωρείται η εμβάπτιση στο συλλογικό παρελθόν της κοινότητας και αποτελεί μοναδική ευκαιρία ανανέωσης των δεσμών των διασκορπισμένων σήμερα Συρρακιωτών. Με την προσήλωση στο χορευτικό σχήμα του διπλού χορού (δύο ή τρεις ομόκεντροι κύκλοι), την επιλογή χορών και τραγουδιών που θεωρούνται ότι εκφράζουν τη συρρακιώτικη παράδοση, το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου μετεξελίχθηκε στο μέσον ανάδειξης και συγκρότησης ταυτόχρονα της ιδιαίτερης τοπικής πολιτιστικής ταυτότητας.

Στους νέους ιδίως Συρρακιώτες που επιμένουν να επιστρέφουν στο χωριό των παππούδων τους, ο χορός στο πανηγύρι δίνει τη δυνατότητα μέσα από την επανάληψη σωματικών κινήσεων, που έχουν μάθει κυρίως στα χορευτικά τμήματα των Συνδέσμων, να βιώσουν την κοινή καταγωγή και τη μύηση στα τελετουργικά στοιχεία του πανηγυριού. Οι Συρρακιώτες επιδιώκουν μέσω του πανηγυριού να συνδεθούν με το κοινό πολιτισμικό παρελθόν. Ένα παρελθόν που με επιμονή, μετά τη δεκαετία του ‘60 που η εγκατάσταση στους νέους τόπους γίνεται πλέον μόνιμη και η «επιστροφή στις ρίζες» κυριαρχεί, προσπαθούν να ανασυστήσουν μέσω του πανηγυριού. Σε αντίθεση με τη βαθμιαία λήθη που επέρχεται από τις καθημερινές ανάγκες στους καινούργιους τόπους εγκατάστασης, τα χορευτικά κινητικά σχήματα, εγγεγραμμένα στο σώμα των φορέων, διατηρούν όπως φαίνεται, σε σημαντικό βαθμό την αρχική τους μορφή (Σπηλιωτοπούλου, 2001).

Συρράκο: Ένα Ζωντανό Μουσείο Παράδοσης

Το ίδιο το Συρράκο είναι ένα μοναδικό φυσικό και αρχιτεκτονικό τοπίο. Πέτρινα σπίτια, λιθόστρωτα δρομάκια, αρχοντικά και παραδοσιακές βρύσες συνθέτουν έναν χώρο που μοιάζει να έχει μείνει αλώβητος από τον χρόνο. Το πανηγύρι μέσα σε αυτό το περιβάλλον αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδυάζει την πολιτιστική μνήμη με την αισθητική του χώρου.

Ανακεφαλαιώνοντας, το παραδοσιακό πανηγύρι, αποτελεί για τους Συρρακιώτες, που ζουν πλέον διασκορπισμένοι σε διάφορα αστικά περιβάλλοντα, έναν τρόπο έκφρασης της κοινότητας και των ομάδων που τη συγκροτούν και ένα από τα πολυτιμότερα πολιτισμικά/συμβολικά κεφάλαια αυτοπροσδιορισμού της. Παρά τα διάφορα γεγονότα που διαταράσσουν τη συνέχεια και την επικοινωνία των μελών της, το πανηγύρι κατορθώνει, ενσωματώνοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές της κοινότητας, να αποτελεί ένα βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο που τη διακρίνει ως προς τους «άλλους», τους έξω, συνιστώντας έτσι έναν από τους σημαντικότερους δείκτες της πολιτισμικής ταυτότητας των Συρρακιωτών.

Ένα Πανηγύρι με Μέλλον

Η ένταξη του πανηγυριού του Συρράκου στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτελεί εγγύηση για τη διατήρηση και αναγνώρισή του. Η ενέργεια αυτή προωθεί την έρευνα, την τεκμηρίωση και κυρίως τη συνέχιση του πανηγυριού από τις επόμενες γενιές, εξασφαλίζοντας ότι αυτή η πολιτιστική κληρονομιά θα παραμείνει ζωντανή στο χρόνο.


Πηγές :

https://ayla.culture.gr/catalogue/paradosiako-panigyri-syrrakou

Κατηγορία arthra-xoreyti, kentriki-selida-banner
Το Portal του Χορευτή
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.