Ο Αφούσης είναι ένα τραγούδι που μας έρχεται από την Κάσο και αποτελεί κάτι σαν έναν τοπικό μύθο του νησιού.
Ο Αφούσης ή Αντράς, που είναι παραφθορά του Αντρέας, πρέπει να ήταν υπαρκτό πρόσωπο και να έζησε στα μέσα του 1800.
Η πραγματικότητα όμως συμπλέκεται με τον μύθο και τις δοξασίες του νησιού και έτσι σήμερα έχουμε διαφορετικές εκδοχές για την ζωή και την ιστορία του.
Οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι ο Αντράς, πρέπει να ήταν ένας έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος έλειπε από το νησί και επέστρεψε σε αυτό μετά από κάποιο θλιβερό γεγονός που του συνέβη, επιδεικνύοντας όμως αλλόκοτη συμπεριφορά. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής. Χρησιμοποιούσε μια σπηλιά σαν σπίτι, ενώ είχε το συνήθειο να φοράει 6-7 καπέλα μαζί, κάτι που αποτυπώνεται και σε μία μοναδική φωτογραφία που φέρεται να τον απεικονίζει.
Το γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα στιγμάτισε την ζωή του, ήταν ότι ευρισκόμενος στην Κρήτη είδε τους Τούρκους να σφάζουν τον πατέρα του μπροστά στα μάτια του.
Ο Αφούσης ήταν από χρόνια ερωτευμένος με μια κοπελιά από το νησί, όμως μετά από την κατάσταση στην οποία περιήλθε, η οικογένεια της κοπελιάς αυτής την πάντρεψε με έναν ναυτικό. Ο ναυτικός λίγο μετά τον γάμο τους χάθηκε σε κάποιο ναυάγιο και έτσι η κοπέλα έμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή της χήρα. Κατά καιρούς όταν επανερχόταν η μνήμη του Αφούση και θυμόταν το αίσθημά του, ξεροστάλιαζε έξω από το κονάκι της. Η χήρα βλέποντας τον σε αυτή την τραγική κατάσταση, τον λυπόταν και πολλές φορές του πρόσφερε ένα πιάτο ζεστό φαί. Πάντα με το φόβο μην την δει κανένα κακό μάτι από την γειτονιά και αρχίσουν τα σχόλια. Ο Αφούσης πολλές φορές επέμενε να την δει και όταν βράδιαζε και αυτή δεν ανταποκρινόταν, για να του ανοίξει την πόρτα της ξεκίναγε τις μαντινάδες…
(Β)άλε φωδιά στο λύχνο σου, να φέξ’ η κάμαρή σου…
Αντράς, κερά μου στέκεται ομπρός εις την αυλή σου…
Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανέναν και γνώριζε όλους τους κατοίκους του νησιού ξεχωριστά. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον επιζητούσαν πάντα στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας την ευθυμία τους.
Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός…».
Κάποτε σε μια συγκέντρωση ο Αφούσης ήταν λίγο μεθυσμένος. Εζήτησε ένα τάλληρο κι όταν το έλαβε γύρισε προς τον πιο φιλάργυρο με το νόμισμα στην παλάμη βέβαιος για την απόφαση του αντικρινού και του πε:
– Άκου δω. Ή θα σου δώσω ένα τάλληρο και να σου φτύσω ή να μου δώσεις ένα τάλληρο να μη σου φτύσω
Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιός είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα:
Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…
Στα γλέντια όλοι τον ήθελαν στις παρέες γιατί προκαλούσε την ευθυμία με σύντομες ιστορίες και στίχους που ο ίδιος περίτεχνα ταίριαζε επιτόπου. Ένα τέτοιο μαντιναδάκι σώθηκε με κάποια δικά του δίστιχα τα οποία έγραψε όταν ερωτεύθηκε το Κατερινάκι.
Σαράντα κάτεργα ΄ρχουται
από την Αγγλιτέρα
την ωμορφιά σου κούσανε
και προξενιά σου φέρα
Ο Αντράς, αξιώθηκε να φτάσει σε μεγάλη ηλικία και όταν αρρώστησε βαριά και πέθανε, λέγεται πως ποτέ νεκρός δεν συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία. Ο λαός της Κάσου όχι μόνο τον αγάπησε, αυτόν τον “τρελό του χωριού” της, αλλά για να τον θυμάται διέσωσε και κάποιους από τους στίχους που ο ίδιος συχνά χρησιμοποιούσε στους λόγους του….
Όταν ένιωσε ότι ήρθε η ώρα του για τον άλλο κόσμο εγκατέλειψε τη σπηλιά του, χάθηκε από την πιάτσα και μπήκε σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Πρώτα τα παιδιά αναζήτησαν και βρήκαν τον γέρο πια Αφούση και τον μετέφεραν στο καφενείο του χωριού. Εκεί, το τελευταίο βράδυ της ζωής του, εκτός από μερικούς άντρες που του συμπαραστάθηκαν λέγεται ότι ήταν και πάνω από 20 γυναίκες. Ο γηραιότερος όλων αρχίνησε να σιγοτραγουδά κτυπώντας παλαμάκια.
Ο Αφούσης που είχε 40 πυρετό και στρωμένος καταμεσής της μεγάλης κάμαρας του καφενείου ζήτησε κι εκείνος να τραγουδήσει. Κι είπε με τον γλυκύτατο χαβά που τον ονόμαζαν “γιαέλι” την εξής μαντινάδα:
Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριον θα πεθάνω
Και θα με πάρουν στο Χριστό σαν ένα καπετάνο
Μια όμορφη εκτέλεση του τραγουδιού από το συγκρότημα Γκιντίκι
Ένα παπόρι έρχεται, να το πω να μην το πω (×2)
Κι είναι κοντά να αράξει (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Και φέρνει της αγάπης μου Να το πω να μην το πω (×2)
Ποκάμισο να αλλάξει (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Εγέρασα και δε μπορώ Να το πω να μην το πω (×2)
Τις νύχτες να γυρίζω (×2)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Και τις ψηλομελαχρινές Παλλαρέ δυο τρεις φορές (×2)
Να τις καλησπερίζω
να τις καλαφατίζω
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Βάλε φωτιά στο λύχνο σου να το πω να μην το πω (2x)
να φέξει η κάμαρη σου (2x)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
κι άσε την πόρτα σου ανοιχτή να το πω να μην το πω (2x)
κι εγώ θα ρθω το βρα’ι (2x)
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Από πηγές του διαδικτύου :
www.karpathiakanea.gr/afousis-antreas-kasou-pan-moutsakis