Ο έρωτας πάει με την ψυχή. Ο έρωτας και η ψυχή ζουν πάντοτε μαζί από την αρχαιότητα ακόμη. Μ’ αν σκοτώσεις την ψυχή, σκοτώνεις μαζί της και τον έρωτα…τι τελικά σου μένει;
Θυμήθηκα κάποιο πρωί, που είχα πετύχει σ’ ένα πεύκο ένα κουκούλι πεταλούδας, τη στιγμή που έσκαζε το τσόφλι κι ετοιμάζουνταν η μέσα ψυχή να προβάλει. Περίμενα, αργούσε κι εγώ βιαζόμουν. Έσκυψα τότε απάνω της κι άρχισα να τη ζεσταίνω με την ανάσα μου. Τη ζέσταινα ανυπόμονα, και το θάμα άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, με γοργό ρυθμό. Το τσόφλι άνοιξε όλο, η πεταλούδα πρόβαλε. Μα ποτέ δε θα ξεχάσω τη φρίκη μου, τα φτερά της έμεναν σγουρά, αξεδίπλωτα όλο όλο της το κορμάκι έτρεμε και μάχουνταν να τα ξετυλίξει. Μα δεν μπορούσε, μαχόμουν κι εγώ με την ανάσα μου να την βοηθήσω. Του κάκου, είχε ανάγκη από υπομονετικό ωρίμασμα και ξετύλιγμα μέσα στον ήλιο και τώρα πια ήταν αργά. Η πνοή μου είχε ζορίσει την πεταλούδα να ξεπροβάλει πριν της ώρας, ζαρωμένη κι εφταμηνίτικη. Βγήκε αμέστωτη, κουνήθηκε απελπισμένη και σε λίγο πέθανε στην παλάμη μου.Το πουπουλένιο κουφάρι αυτό της πεταλούδας θαρρώ πως είναι το μεγαλύτερο βάρος που έχω στη συνείδησή μου. Και να, σήμερα κατάλαβα βαθιά…Είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους, έχεις χρέος ν’ ακολουθείς τον αθάνατο ρυθμό μ’ εμπιστοσύνη. Η μικρή ετούτη πεταλούδα, που σκότωσα γιατί παραβιάστηκα να την αναστήσω, ας ήταν να πετούσε πάντα μπροστά μου και να μου δείχνει το δρόμο. Κι έτσι μια πεταλούδα που πρόωρα πέθανε να βοηθήσει μιαν αδερφή της, μιαν ανθρώπινη ψυχή, να μη βιάζεται και να προφτάσει να ξετυλίξει με αργό ρυθμό τις φτερούγες! Νίκος Καζαντζάκης, Απόσπασμα από την “Ασκητική”.
Όταν σκοτώσεις ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει μέσα σου… Αυτό επιθυμείς; Αυτό ονειρεύεσαι; Αυτό επιδιώκεις;
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν, ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία και ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο. Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Η ψυχή και ο έρωτας όμως είναι μια φλόγα. Μια φλόγα που σιγοκαίει και σου δίνει κίνητρο. Κίνητρο ζωής. Ύπαρξη. Συνύπαρξη.
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: “Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!” Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως. Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου. Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε. Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος. Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν΄ απαντήσει. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία… Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν΄ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν΄ ανοιχτεί δεν υπάρχει. Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μα ποιος ξεσηκώνει την ψυχή και τον έρωτα στους άντρες είτε στις γυναίκες; Ποιος δίνει δύναμη, πίστη, επιμονή, πείσμα, υπερηφάνεια;
Έχετε πει ποτέ σας σ’ αγαπώ; Το ‘χω πει μια-δυο φορές. Και τι έγινε; Είναι βλακεία.
Γιατί είναι βλακεία; Καθετί που αισθανόμαστε και δεν λέμε, είναι απείρως πιο σοβαρό από αυτό που λέμε. Αν αισθάνεσαι για κάποιον αγάπη, δε χρειάζεται να σαλιαρίζεις και να του λες Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ; Ε τώρα πηγαίνετε στο άλλο άκρο! Άντε καημένε! Να μάθετε να είστε συγκρατημένοι. Με ανθρώπους που αγαπούσα λέγαμε τα πάντα εκτός απ’ αυτό. Και έτσι υπήρχε ισορροπία. Έτσι κι ο άνθρωπος. Όσο σε λατρεύω τόσο διαφθείρεσαι.. Κάτι ξέραν οι αρχαίοι, που λάτρευαν αγάλματα. Διότι το άγαλμα, βέβαια, δεν μπορεί να έχει αντιδράσεις, ενώ ο ζωντανός έτσι και πέσεις στα γόνατά του, νομίζει πια ότι έγινε Θεός, Ν. Χριστιανόπουλος
Για το xoreytis.gr