Στα στενά του Καφηρέα απέναντι από την Όχη, παίζει ο Καλλιανιώτικος σκοπός…
Όλοι τον γνωρίζουν ως Καβοντορίτικο χορό, δεν είναι συρτός, δεν είναι πηδηχτός, είναι κυκλικός και σταυρωτός, δεν έχει νησιώτικο χαρακτήρα σαν τον μπάλο, είναι απλός σαν την μουσική του, στρωτός και στερεός.
Είναι ο χορός της Νότιας Εύβοιας.
Στο νοτιοανατολικό άκρο της Εύβοιας βρίσκεται ο Καφηρέας, το φημισμένο Κάβο Ντόρο, ένα από τα πιο γνωστά τοπωνύμια της χώρας μας, που συνδέθηκε από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας με πάρα πολλά ναυάγια.
Καφηρέας ονομαζόταν η εσχατιά του όρους Όχη (Ν. Εύβοια, προς την πλευρά του Αιγαίου). Για τους ναυτικούς ήταν (και είναι μέχρι και σήμερα) ένα από τα πιο δύσκολα περάσματα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Κατά τη μυθολογία εκεί ναυάγησαν τα πλοία των Ελλήνων που επέστρεφαν από την Τροία. Το ναυάγιο αυτό, πάντα κατά τη μυθολογία, το προκάλεσε ο Ναύπλιος, ο γιος του Ποσειδώνα, ανάβοντας λανθασμένες Φρυκτωρίες και οδηγώντας τους ναυτικούς σε λάθος σημεία, ώστε να ναυαγήσουν.
Κατά το Μεσαίωνα το στενό του Κάβο Ντόρο ονομαζόταν Ξυλοφάγος, γιατί είχαν συμβεί αμέτρητα ναυάγια. Είναι από τις λίγες φορές που οι Έλληνες αναφέρονται αρνητικά προς τη θάλασσα. Τη θάλασσα τη φοβόντουσαν, αφού ήταν υπεύθυνη για χιλιάδες θανάτους, αλλά πάντα αναφερόντουσαν σε αυτή με χαρακτηρισμούς όπως: θαλασσάκι, θαλασσίτσα, γαλανή, αφέντρα κ.ά.. Ποτέ, όμως, με λέξεις που να θυμίζουν θάνατο. Ο όρος Ξυλοφάγος αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον Ιταλικό όρο Cavo doro (χρυσό ακρωτήρι). Λέγεται ότι το ακρωτήρι πήρε την ονομασία του «Κάβος του Χρυσού» από τα χρυσά νομίσματα και άλλα ευρήματα που ξέβραζε η θάλασσα από τα ναυάγια. Άλλη ερμηνεία αναφέρει ότι το αρχικό του όνομα ήταν «Cavo duro» που σημαίνει σκληρό ή δύσκολο πέρασμα, όμως η αντιγραφή από χάρτη σε χάρτη είχε ως αποτέλεσμα το «u» να γράφεται ως o και έτσι προήλθε η λέξη «Cavo d’oro» και η οποία αποτελεί έως σήμερα τη λαϊκή ονομασία της περιοχής.
Η σύγχρονη ονομασία του χορού είναι Καβοντορίτικος, αλλά προέρχεται από το χωριό Καλλιανοί και λέγεται και Καλλιανιώτικος από παλιά. Στα χωριά του Κάβο Ντόρο τον χορεύουν συνήθως άνδρες πιάνοντας ο ένας τον άλλον από τον ώμο διότι το σταυρωτό πιάσιμο με γυναίκες ήταν ασυμβίβαστο με τις τότε αυστηρά ηθικές αρχές των κατοίκων.
Στο βίντεο ακολουθεί καταγραφή από την αείμνηστη Δόμνα Σαμίου στις αρχές του 1970 για τον Καβοντορίτικο χορό.
Η λύρα, η τσαμπούνα και το νταούλι, ήταν τα κύρια όργανα. Αργότερα προστέθηκε το λαούτο και το βιολί. Φωνή τσαμπούνας βγάζουν και τα φύλλα του κισσού, της κουμαριάς και της λεμονιάς, όταν παίζονται με μαεστρία από τους ντόπιους μουσικούς της Καρυστίας.
Όταν ο χορευτής διατάσσει «τσαμπούνα» εννοεί τον Καβοντορίτικο χορό. Το μέτρο του είναι στα 2/4 όπως και ο συρτός, είναι απέριττος, ρυθμικός, ίσιος και ζωηρός χορός. Ο χορός είναι βαρύς και δωρικός, ξεκινάει με αργό τέμπο συρτού, τα βήματα αργά και κοφτά αλλά με την ιδιαιτερότητα ότι οι χορευτές σε κύκλο σταυρώνουν τα χέρια μπροστά και στο ξεκίνημα του χορού μέχρι το πρώτο κουπλέ προχωρούν προς τα πίσω… Ίσως αυτό είναι συμβολικό και θέλει να φανερώσει ότι ενάντια στην σκληρότητα του τόπου του Κάβο ντόρο οι άνθρωποι είναι σφιχτά δεμένοι και δίπλα δίπλα, κόντρα στις αντιξοότητες. Πιθανότατα πρόκειται για πολεμικό χορό. Αρχίζει αργά προς τα πίσω (σαν την προετοιμασία για τη μάχη) στη χαμηλή χορδή και αφού διανυθεί μισή με μια στροφή περίπου, ο ρυθμός αλλάζει. Γίνεται γρήγορος εκρηκτικός και ξεχύνεται προς τα εμπρός (σαν μάχη, σαν έφοδος).
Από τα χωριά της Καρύστου και της Όχης, γεννήθηκαν αυτοδίδακτοι οργανοπαίχτες για να ικανοποιήσουν το ξέδωμα των συγχωριανών τους από τις σκληρές συνθήκες της ζωής και της απομόνωσης. Η εγκατάσταση των Αρβανιτών στη νότια Εύβοια (βορεινή πλευρά της Όχης ως το Αλιβέρι και το Αυλωνάρι) έγινε το 1402-1425 με προτροπή των Βενετσιάνων που είχαν σκοπό να τους χρησιμοποιήσουν στις πολεμικές τους επιχειρήσεις.
Οι Αρβανίτες αφομοιώθηκαν πλήρως με τους ντόπιους, παίρνοντας αλλά και δίνοντας στοιχεία του πολιτισμού τους. Ένα από τα αρβανίτικα πολιτισμικά στοιχεία που επικράτησαν στην περιοχή είναι η αρβανίτικη γλώσσα. Στις μέρες μας μιλιέται από τους γεροντότερους και σιγά σιγά χάνεται. Με την εγκατάλειψη της υπαίθρου, χάνονται παμπάλαια τραγούδια και χοροί που δημιουργήθηκαν από τους αγρότες, τους βοσκούς και γενικότερα τους κατοίκους των χωριών της Όχης. Το αρβανίτικο τραγούδι της νότιας Καρυστίας, απλό και αυθόρμητο, βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό. Αναφέρεται σε θέματα παρμένα από την οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Πάνω στο γλέντι ή στο χορό, το τραγούδι ήταν έμπνευση της στιγμής που ξεπηδούσε από ανθρώπους που δεν ήξεραν, ούτε να γράφουν, ούτε να διαβάζουν. Μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά με την προφορική παράδοση. Τα αρβανίτικα τραγούδια είναι φτιαγμένα για να χορεύονται.
Ο Καβοντορίτικος συναντιέται και ως Βέντελια, που στ’ αρβανίτικα θα πει «στον τόπο» και Άσσος.
xoreytis.gr με πληροφορίες του διαδικτύου